- μοιάσιμο
- το сходство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μοιάσιμο — το, ατος η ομοιότητα, το μοιασίδι: Το μοιάσιμο ανάμεσα σε όλα τα αδέρφια είναι εντυπωσιακό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοιάσιμο — το [μοιάζω] η ομοιότητα … Dictionary of Greek
μοιασίδι — το ιού, η ομοιότητα, το μοιάσιμο: Τα μοιασίδια στη συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ομοιότητα — η η ιδιότητα του όμοιου, το μοιάσιμο: Καταπληχτική ομοιότητα έχουν τα δύο αδέρφια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)